- προομαλίζω
- προ-ομαλίζω, vorher gleich machen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προομαλίζω — ΜΑ [ὁμαλίζω] εξομαλύνω, καθιστώ πρώτα, ομαλό κάτι … Dictionary of Greek
προομαλισμός — ὁ, Μ [προομαλίζω] εξομάλυνση που προηγείται, προετοιμασία τής οδού … Dictionary of Greek
προομαλιστής — ὁ, Μ [προομαλίζω] αυτός που εξομαλύνει προηγουμένως το έδαφος, αυτός που προετοιμάζει τον δρόμο … Dictionary of Greek